αβδέλλιασμα

αβδέλλιασμα
το см. αβδέλλα 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αβδέλλιασμα" в других словарях:

  • αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα …   Dictionary of Greek

  • αβδελλιάρης — α, ικο και ικος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που προσβλήθηκε από νόσο που προκαλεί η κατάποση βδέλλας 2. μτφ. καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβδέλλα. ΠΑΡ. αβδέλλιασμα, αβδελλιαστός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»