αβδέλλιασμα
Смотреть что такое "αβδέλλιασμα" в других словарях:
αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα … Dictionary of Greek
αβδελλιάρης — α, ικο και ικος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που προσβλήθηκε από νόσο που προκαλεί η κατάποση βδέλλας 2. μτφ. καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβδέλλα. ΠΑΡ. αβδέλλιασμα, αβδελλιαστός] … Dictionary of Greek